- προσενέτεινεν
- προσεντείνωstrain still moreaor ind act 3rd sgπροσεντείνωstrain still moreimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεντείνω — Α [ἐντείνω] 1. τεντώνω κάτι περισσότερο («ἐπειδὴ νοσοῡντα πρῴην εἶδὲ με... πληγὰς ὁ γενναῑος προσενέτεινεν», Λουκ.) 2. φρ. «προσεντείνειν πληγάς τινι» εξακολουθώ να δέρνω κάποιον … Dictionary of Greek